- ασυναρτησία
- η1) бессвязность (речи и т. п.); 2) бессмыслица, несуразица;
γράφει (λέγει) ασυναρτησίαες — он пишет (говорит) несуразицу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γράφει (λέγει) ασυναρτησίαες — он пишет (говорит) несуразицу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυναρτησία — η (AM ἀσυναρτησία) έλλειψη συνάφειας ή λογικού ειρμού σε λόγους ή πράξεις νεοελλ. ασυνάρτητος λόγος ή σκέψη («γράφει ασυναρτησίες») … Dictionary of Greek
ασυναρτησία — η η έλλειψη ειρμού, λογικής συνάφειας στο γραπτό ή προφορικό λόγο: Κάθε φορά που μιλά, λέει ασυναρτησίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακολουθία — η (Α ἀνακολουθία) [ἀνακόλουθος] 1. έλλειψη ακολουθίας, συνάφειας τών λόγων με τα προηγούμενα, ασυμφωνία, ασυναρτησία 2. ασυνέπεια 3. σχήμα λόγου, το ανακόλουθο (βλ. ανακόλουθος) … Dictionary of Greek
Ιονέσκο, Ευγένιος — (Eugéne Ionesco, Σλάτινα 1912 – Παρίσι 1994). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δοκιμιογράφος, ρουμανικής καταγωγής. Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στο Βουκουρέστι δημοσιεύοντας στίχους (1931) και ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Όχι!… … Dictionary of Greek